Αξίζει να σημειωθεί ότι ή άνω και η κάτω βλεφαροπλαστική είναι δύο διαφορετικές επεμβάσεις, και πολλές φορές εκτελούνται μαζί για πρακτικούς λόγους, έτσι ώστε ο ασθενής να διορθώσει και τα δύο βλέφαρα με την ίδια μετεγχειρητική περίοδο
Άνω βλεφαροπλαστική: Γίνεται ελλειπτικός σχεδιασμός της περίσειας του δέρματος, και η τομή τοποθετείται στην βλεφαρική πτυχή, 8 με 10 χιλιοστά πάνω από τις βλεφαρίδες. Υπάρχει μια μικρή επέκταση της τομής στο πλάι του ματιού, σαν μια ρυτίδα. Ο γιατρός θα επιλέξει αν θα βγάλει μόνο το δέρμα, ή αν θα συναφαιρέσει τον μυ (open sky technique). Στη συνέχεια θα αποφασισει αν θα διατηρήσει ή αν θα αφαιρέσει το λίπος, είτε το επιφανειακό (προαπονευρωτικό, αυτό που οι ασιάτες έχουν πολύ έντονο), είτε το κογχικό στη μέσα μεριά του ματιού, αυτό που φουσκώνει με το πέρασμα της ηλικ΄ίας σε πολλούς ανθρώπους. Αν συνυπάρχει βλεφαρόπτωση, διορθώνεται στον ίδιο χρόνο. Με ένα γραμμικό κάψιμο γίνεται ουλή για να διαγραφεί καθαρότερα η βλεφαρική πτυχή και ακολουθεί η σύγκλειση του τραύματος με ενδοδερμική ραφή.
Κάτω βλεφαροπλαστική: Η τομή γίνεται ακριβώς κάτω από τις βλεφαρίδες. Οι τεχνικές ποικίλουν. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι μπορούμε να παρασκευάσουμε είτε δερματικό είτε μυικό κρημνό ή και τους δύο. Το λίπος από τα τρία λιπώδη σωμάτια του κάτω βλεφάρου μπορούμε να το αφαιρέσουμε ή να το προωθήσουμε προς το μάγουλο. Μπορούμε να σφίξουμε την έξω γωνία του ματιού, ειδικά σε ηλικιωμένους ασθενείς, για να αποφύγουμε τράβηγμα του βλεφάρου προς τα κάτω, και να καθηλώσουμε και τον μυ στο κόκκαλο, για τον ίδιο λόγο. Τ΄έλος η εκτομή της περίσειας του δέρματος είναι πολύ συντηρητική.